αδενοειδής

αδενοειδής
ης, ες анат. железистый;

αδενοειδείς εκβλαστήσεις — аденоиды


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αδενοειδής" в других словарях:

  • αδενοειδής — ἀδενοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με αδένα νεοελλ. Ιατρ. παλαιός χαρακτηρισμός διαφόρων τύπων επιθηλιωμάτων, όπως το μεταστατικό αδένωμα τού θυρεοειδούς …   Dictionary of Greek

  • αδενοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με αδένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδενοειδῆ — ἀδενοειδής glandular neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδενοειδής glandular masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδενοειδεῖς — ἀδενοειδής glandular masc/fem acc pl ἀδενοειδής glandular masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδενοειδέσι — ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδενοειδέσιν — ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδενοειδῶν — ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»